- ευκαιρία
- η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος]1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε»)2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία, θα σέ επισκεφθώ»)νεοελλ.φρ.1. («τιμή ευκαιρίας» — συμφέρουσα τιμή αγοράς)2. «σε πρώτη ευκαιρία» ή «με την πρώτη ευκαιρία» — στην πρώτη κατάλληλη περίσταση που θα παρουσιαστεί3. «επί τῃ ευκαιρίᾳ» ή «επ' ευκαιρία» — λόγω τής παρουσίασης ή με την παρουσίαση μιας κατάλληλης περίστασης4. «δώσε μου ακόμη μία ευκαιρία» — δώσε μου ακόμη μία δυνατότητα, ακόμη ένα περιθώριομσν.1. αδράνεια, απραξία2. κενότητα, κουφότητααρχ.1. αρμοδιότητα, καταλληλότητα («περὶ στίχων εὐκαιρίας», Πλούτ.)2. κατάλληλη θέση, επίκαιρη τοποθεσία («τὴν εὐκαιρίαν τῶν πόλεων», Πολ.)3. κατάλληλη χορήγηση, αφθονία («εὐκαιρίας ὑδάτων», Θεόφρ.)4. πλούτος, ευημερία («εὐκαιρίαν δὲ οὐκ ἔχει» — δεν έχει περιουσία.
Dictionary of Greek. 2013.